- λουστραρισμένος
- η , ο начищенный; натёртый до блеска, лощёный, полированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος … Dictionary of Greek
γυαλιστός — ή, ό [γυαλίζω] στιλβωμένος, λουστραρισμένος … Dictionary of Greek
λουστράτος — η, ο [λούστρο] λουστραρισμένος, γυαλισμένος … Dictionary of Greek
λουστράρομαι — λουστράρομαι, λουστραρίστηκα, λουστραρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)